- νηστεύσει
- νηστεύωfastaor subj act 3rd sg (epic)νηστεύωfastfut ind mid 2nd sgνηστεύωfastfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.